Αυτό το κρίσιμο και μάλλον τελικό 15θήμερο διαπραγματεύσεων της ελληνικής κυβέρνησης με τους πιστωτές, ο στόχος πρέπει να είναι ξεκάθαρος. Και να υποστηρίζεται από το σύνολο των δυνάμεων μας, το σύνολο του στελεχικού προσωπικού στην κυβέρνηση, το κράτος και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Επιμένουμε ο ξεκάθαρος αυτός στόχος να είναι η επίτευξη λύσης μέσα από μια συμφωνία με τους πιστωτές που όχι μόνο δεν θα παρατείνει την ύφεση, αλλά θα βάζει και άξονες αναπτυξιακής προοπτικής. Και το σχέδιο για τη συμφωνία αυτή, αφού κατατεθεί στους θεσμούς, να επικυρωθεί κατευθείαν στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο της ΕΕ, ώστε να κοπεί επιτέλους ο γόρδιος δεσμός των ατέρμονων διαπραγματεύσεων.
Έχουμε κάνει σαφές ως κοοπερατίβα Μετασχηματισμός ότι δεν υποστηρίζουμε την λεγόμενη «πάση θυσία συμφωνία». Ότι θα επικροτήσουμε την τυχόν άρνηση του πρωθυπουργού να υπογράψει μια συμφωνία που δεν θα αποτελούσε λύση, που θα οδηγούσε βαθύτερα στη λιτότητα και την ύφεση.
Υποστηρίζουμε, όμως, μια λύση που θα ανοίγει τον δρόμο για έξοδο από την κρίση και για την υλοποίηση ενός αριστερού σχεδίου ανάπτυξης και παραγωγικού μετασχηματισμού της χώρας. Την υποστηρίζουμε και θεωρούμε ότι είναι εφικτή μέσα στη συγκυρία. Με την προϋπόθεση ότι θα ξεπεράσουμε με αποφασιστικότητα τα διαδικαστικά τεχνάσματα και τις τεχνικές παγίδες από την πλευρά των δανειστών. Γιατί έφτασε η στιγμή να καθορίσει η δική μας πλευρά την πολιτική ατζέντα της συζήτησης.
Για τη φύση και το περιεχόμενο της ζητούμενης λύσης
Σε προηγούμενες παρεμβάσεις μας, έχουμε αποφύγει να μπούμε στη συζήτηση συγκεκριμένων μέτρων που θα περιλαμβάνονταν σε μια τέτοια συνολική λύση. Κυρίως επειδή η άποψη μας είναι ότι η κρίσιμη επιλογή δεν είναι το κάθε μέτρο χωριστά, αλλά η τελική σύνθεση της συμφωνίας και η διασφάλιση ότι δεν θα έχει υφεσιακά αποτελέσματα, αλλά θα δίνει τους βαθμούς ελευθερίας για αναπτυξιακή προοπτική.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υφίστανται «κόκκινες γραμμές». Υφίστανται, όχι λόγω κάποιας ιδεοληψίας μας, αλλά γιατί συγκεκριμένα μέτρα και πολιτικές θα προκαλούσαν ακριβώς το υφεσιακό αποτέλεσμα που η κυβέρνηση έχει στόχο να αποφύγει.
Και, επίσης, υφίστανται «κόκκινες γραμμές» επειδή είναι επιτακτική η ανάγκη να στηριχτεί ο κόσμος της εργασίας και τα μεσαία στρώματα, επειδή η επανεκκίνηση της οικονομίας θέλουμε να προδιαγράφει και έναν διαφορετικό κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων, ο οποίος σταδιακά να εμπεδώνεται όλο και περισσότερο.
Στο φως και των εξελίξεων των τελευταίων ημερών, ο δρόμος για τη λύση περνάει μέσα από την πολιτική και διαδικαστική σαφήνεια των κινήσεων μας.
Ολοκληρώνουμε άμεσα το τελικό σενάριο για τη συμφωνία, το υποβάλλουμε μεν στους «θεσμούς», όπως προβλέπεται, αλλά, ταυτόχρονα, και στις πολιτικές ηγεσίες της Ευρωζώνης. «Κλειδώνουμε», δηλαδή, την πρόταση μας. Από κει και έπειτα, ξεκαθαρίζουμε ότι η πολιτική ευθύνη πιθανής αποτυχίας και κρίσης είναι δική τους.
Στο πλαίσιο αυτό, οι βασικοί στόχοι που θα βλέπαμε να κατευθύνουν την τακτική της κυβέρνησης τις προσεχείς κρίσιμες μέρες είναι:
-
Η κατοχύρωση ότι ο όποιος συμβιβασμός συμφωνηθεί σε τεχνικό και πολιτικό επίπεδο με τους πιστωτές θα αποτελεί τη βάση όχι μόνον για την βραχυχρόνια επίλυση του προβλήματος της ρευστότητας του ελληνικού δημοσίου, αλλά και για την μεσοπρόθεσμη συμφωνία μέχρι η χώρα να βγει στις αγορές. Δηλαδή ότι οι πιστωτές δεν θα επανέλθουν με νέα προαπαιτούμενα σε έναν-δύο μήνες, όπως συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια των μνημονιακών κυβερνήσεων.
-
Οι ήδη δεδομένες νομοθετικές ρυθμίσεις της κυβέρνησης, που αντιμετωπίστηκαν αρχικά ως «μονομερείς ενέργειες» από τους πιστωτές, να θεωρηθούν ως κεκτημένο που δεν αμφισβητείται πλέον. Τα μέτρα του νόμου για την ανθρωπιστική κρίση, οι 100 δόσεις, οι επαναπροσλήψεις απολυμένων και διαθεσίμων στο Δημόσιο, η κατάργηση του 5ευρου στα νοσοκομεία.
-
Η άρνηση μειώσεων σε μισθούς και συντάξεις. Ιδιαίτερα στο θέμα των συντάξεων, η μάχη στη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς μπορεί να κερδηθεί στη βάση του γεγονότος ότι μεγάλο μέρος της πίεσης προς την Ελλάδα στηρίζεται σε μη αληθή στοιχεία και συγκρίσεις με το καθεστώς που επικρατεί στην υπόλοιπη Ευρωζώνη. Έχει ασκηθεί, δηλαδή, μια προπαγάνδα κατά του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος, η οποία εξυπηρετούσε πολιτικές σκοπιμότητες.
-
Η επαναφορά του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ζήτημα στο οποίο υπάρχει σύμπτωση απόψεων της ελληνικής κυβέρνησης με θεσμούς όπως η ILO, καθώς και η σταδιακή αύξηση του κατώτατου μισθού, διαδικασία που συνδέεται με την επιτυχία του αναπτυξιακού σχεδίου που ακολουθεί.
-
Η συμφωνία για μικρά πρωτογενή πλεονάσματα, καταρχήν το 2015 και το 2016. Είναι προφανές ότι το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος καθορίζει και τη δημοσιονομική πολιτική που θα ασκηθεί. Με τα πλεονάσματα στα οποία είχε συμφωνήσει η κυβέρνηση Σαμαρά, η επιβολή μέτρων λιτότητας και/ή νέων φόρων ήταν μονόδρομος, χωρίς να χρειάζεται να τα προτείνουν οι πιστωτές. Άλλωστε, η πλευρά των πιστωτών πάντα πίεζε για εμπροσθοβαρή μέτρα, για άμεση λιτότητα και αργότερα βλέπουμε. Με πολύ μικρότερο στόχο πλεονάσματος, γίνεται δυνατή η αναπτυξιακή επανεκκίνηση της χώρας. Τα πρωτογενή πλεονάσματα από το 2017 και μετά αντικειμενικά δεν μπορούν να επιτευχθούν παρά μόνο με ρυθμούς ανάπτυξης αντίστοιχων μεγεθών. Επειδή ως τώρα οι προβλέψεις της ΕΚΤ και του ΔΝΤ «απείχαν πολύ από την αλήθεια», η διαπραγμάτευση τους να εξαρτηθεί από τη μεσοπρόθεσμη δυναμική ανάπτυξης. Τα επόμενα δύο-τρία χρόνια ίσως αποδειχθούν επαρκής πολιτικός χρόνος για την αναδιάταξη των συσχετισμών στην Ευρωζώνη ή ακόμα και για την ανάδειξη της ανάγκης να αναθεωρηθεί η νεοφιλελεύθερη πολιτική πριν καταρρεύσουν πολύ μεγαλύτερες από την Ελλάδα οικονομίες.
-
Χάρη στη διασφάλιση μικρών πρωτογενών πλεονασμάτων, να μπορέσουμε να υλοποιήσουμε άμεσα την τροποποίηση του ΕΝΦΙΑ για την ελάφρυνση των μικροϊδιοκτητών.
-
Να ανοίξει η διαπραγμάτευση για την αναδιάρθρωση του χρέους.
-
Η πρόβλεψη για μεγάλο επενδυτικό πακέτο για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Δεν θα πετύχουμε τους στόχους μας αν δεν βγούμε από τον κύκλο της ύφεσης και αυτό απαιτεί μια ισχυρή αναπτυξιακή ώθηση. Η παραδοχή για την αναγκαιότητα αυτής της αναπτυξιακής ώθησης είναι κοινή στους πιστωτές, άλλωστε οι περισσότερες φωνές από την πλευρά τους ομολογούν την οικτρή αποτυχία των περιοριστικών πολιτικών που ακολούθησε η Ελλάδα την προηγούμενη πενταετία.
Για τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.
Αναφέρουμε παραπάνω ότι η επίτευξη από την κυβέρνηση μιας συμφωνίας που δεν κινείται σε υφεσιακή κατεύθυνση θα επιτρέψει την υλοποίηση ενός αριστερού σχεδίου ανάπτυξης και παραγωγικού μετασχηματισμού της χώρας. Αυτή η εκτίμηση στηρίζεται όχι μόνον στη συμφωνία καθεαυτή, αλλά και στην αξιολόγηση του ευρύτερου οικονομικού περιβάλλοντος. Δηλαδή, το επόμενο διάστημα, θα συντρέχουν κάποιοι παράγοντες που μπορούμε και πρέπει να αξιοποιήσουμε για λογαριασμό μας.
Ένας τέτοιος παράγοντας είναι η τάση διαθεσιμότητας για ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα από ποικίλες πλευρές. Από τη ρωσική προκαταβολή για τον αγωγό μέχρι την εκδήλωση ενδιαφέροντος για επενδύσεις ή συνεργασίες σε υποδομές, στον τουρισμό, στις κατασκευές.
Ενώ μια λύση, αφενός στο πρόβλημα της ρευστότητας στην αγορά που προκάλεσε η οικονομική ασφυξία που μας επιβλήθηκε τους τελευταίους μήνες από τους πιστωτές και αφετέρου στο πρόβλημα των κόκκινων δανείων, θα τονώσει την εσωτερική προσφορά.
Μια πλευρά του ζητήματος που έχει στρατηγική σημασία και δεν πρέπει να υποτιμηθεί από την κυβέρνηση της αριστεράς είναι ο προσανατολισμός της αναπτυξιακής ώθησης που προσδοκούμε να ακολουθήσει σε σχέση με την κατανομή του εισοδήματος μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Αν το σκεφτούμε συνολικά το ζήτημα, ίσως ο βασικότερος στόχος των νεοφιλελεύθερων ελίτ όταν επέβαλαν τις πρωτοφανείς πολιτικές λιτότητας των προηγούμενων ετών, ήταν η στρατηγική επιδείνωση αυτής της κατανομής του εισοδήματος εις βάρος της εργασίας.
Ο παραγωγικός μετασχηματισμός της χώρας θα πρέπει να υπηρετεί και τον στόχο της στρατηγικής βελτίωσης αυτού του ισοζυγίου, της αύξησης του μεριδίου της εργασίας στο εθνικό εισόδημα. Από αυτή την οπτική, στεκόμαστε πολύ θετικά στην πρόσφατη ομιλία του πρωθυπουργού στο ΣΕΒ όπου αναφέρθηκε στην «επεξεργασία ενός εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου που θα έχει ως αποτέλεσμα την κοινωνική συνοχή και την ευημερία για όσο το δυνατόν περισσότερους».
Προϋπόθεση βέβαια για την ενίσχυση των δυνάμεων της εργασίας στη διαρκή αυτή σύγκρουση είναι η μείωση της ανεργίας. Με τα τρομακτικά ποσοστά ανεργίας που αντιμετωπίζουμε, και μάλιστα επί σειρά ετών, η κεϋνσιανή ακαμψία των μισθών δεν υφίσταται πια στην Ελλάδα και η πλειονότητα των εργαζομένων δεν βρίσκει στήριγμα στις όποιες θεσμικές ρυθμίσεις, αλλά εξαναγκάζεται σε προσωπική διαπραγμάτευση από δυσμενή θέση. Εξ ου και η αύξηση της επισφαλούς απασχόλησης, των μειωμένων ωραρίων που υποκρύπτουν απλήρωτα ολόκληρα 8ωρα κλπ.
Γι αυτόν το λόγο, η μείωση της ανεργίας μέσα από μια αναπτυξιακή ώθηση της οικονομίας αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα όχι μόνον των άνεργων, αλλά και των απασχολούμενων σήμερα. Όπως βέβαια θα λειτουργήσει υπέρ και του συνόλου της οικονομίας μέσω της τόνωσης της ζήτησης.
Για τη στάση των πιστωτών.
Η σκληρή στάση κάποιων από την πλευρά των πιστωτών το προηγούμενο διάστημα έχει θέσει το ερώτημα κατά πόσον επιδιώκουν στ’ αλήθεια λύση.
Η εικόνα γίνεται πιο ξεκάθαρη αν αντιληφθούμε ότι δεν έχουν όλοι στην πλευρά των πιστωτών τα ίδια συμφέροντα, ούτε τις ίδιες απόψεις.
Ας ξεκινήσουμε από το προφανές. Ότι η Γαλλία και η Ιταλία θα μπορούσαν σύντομα να υποστούν τις συνέπειες του νεοφιλελεύθερου δογματισμού που δοκιμάστηκε στην Ελλάδα. Και ότι, κατά συνέπεια, έχουν αντικειμενικό συμφέρον από τον τερματισμό και την κατάδειξη της αποτυχίας της πολιτικής της λιτότητας στην Ελλάδα.
Αλλά και στο εσωτερικό του «γερμανικού μπλόκ» είναι ξεκάθαρες οι αντιθέσεις. Ο Σόιμπλε εμφανίζεται να εκπροσωπεί μια πολύ σκληρή γραμμή, την οποία εμείς θα ερμηνεύσουμε με την εκτίμηση ότι εκφράζει την άποψη για την πλήρη υποταγή των εθνικών οικονομιών της Ευρωζώνης στον κεντρικό έλεγχο, ώστε να μονιμοποιηθούν όχι μόνον οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, αλλά και ένας συγκεκριμένος καταμερισμός εργασίας και διανομής της υπεραξίας στο εσωτερικό της Ευρώπης. Εκπροσωπώντας, σε τελευταία ανάλυση, συγκεκριμένους παραγωγικούς κλάδους και κεφαλαιακά μπλόκ που σήμερα επωφελούνται από τα γερμανικά πλεονάσματα αλλά και τη δυνατότητα διατήρησης των μισθών στη Γερμανία σε χαμηλό επίπεδο συγκριτικά με τις επιδόσεις της οικονομίας της. Αυτές οι ελίτ του κεφαλαίου επιθυμούν την «απομείωση» του ΣΥΡΙΖΑ και, επίσης, επιθυμούν να εμποδίσουν την ενίσχυση των αριστερών ιδεών και κομμάτων στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Η Μέρκελ εκτιμούμε ότι, όχι μόνον φαίνεται, αλλά είναι αποφασισμένη να αποφύγει την κρίση στην Ευρώπη από ένα ελληνικό default. Παρακινείται σε μια τέτοια στάση από στοιχεία κυρίως του πολιτικού επιπέδου, από την επιθυμία για σταθερότητα στη σχετικά νεογέννητη Ευρωζώνη. Αλλά εκφράζει, επίσης, την ανησυχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου (παγκοσμιοποιημένου εξ ορισμού και άρα όχι στενά «γερμανικού» όπου και να εδρεύει) για τις συνέπειες μιας ξαφνικής κρίσης σε μια εποχή που οι πολιτικοοικονομικές ανισορροπίες διεθνώς οξύνονται.
Οι αντιθέσεις αυτές είναι μεγάλες και οι συγκρούσεις τους σκληρές. Έκφραση τους με έναν άλλο τρόπο, ακόμη πιο παγκόσμιο, είναι οι διαφορές στη στάση του ΔΝΤ και της ΕΕ.
Από αυτό το τελευταίο ζήτημα κρατάμε μόνον την κρίσιμη για την Ελλάδα διάκριση. Οι λογικές που αναπτύσσονται στο ΔΝΤ, ακόμη κι αν είναι σωστές στις επισημάνσεις για τη μη βιωσιμότητα του χρέους, οδηγούν σε απαράδεκτες νέες πολιτικές λιτότητας. Έτσι ώστε η απεμπλοκή από το ΔΝΤ το ταχύτερο δυνατόν να παρουσιάζεται ως μονόδρομος για τη χώρα μας.
Θα κλείσουμε το σημείωμα αυτό με μια αυτονόητη, αλλά πολύ επίκαιρη παρατήρηση. Η πολιτική σύγκρουση και η ταξική πάλη είναι αδιάκοπες και αποτελούν σε τελευταία ανάλυση την πραγματική διαδικασία μέσα από την οποία διαμορφώνονται οι εξελίξεις. Μια επωφελής για τη χώρα συμφωνία δεν θα αποτελεί τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από μια επιτυχία στον κατά Γκράμσι πόλεμο θέσεων, ο οποίος διαδραματίζεται όχι μόνο μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης της αριστεράς και των πιστωτών, αλλά μεταξύ της ευρωπαϊκής Αριστεράς και των ελίτ του κεφαλαίου. Επόμενα επεισόδια αυτής της σύγκρουσης είναι στη χώρα μας η υλοποίηση ενός αναπτυξιακού σχεδίου με αριστερό πρόσημο, στην υπόλοιπη Ευρώπη οι εκλογές σε Πορτογαλία και (κυρίως) Ισπανία. Με αυτόν τον ανοιχτό ορίζοντα συνεχίζουμε.
Κοοπερατίβα Μετασχηματισμός